Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπιομα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόπιομα το [apópxoma] & απόπιμα το [apópima] Ο49 : (λαϊκότρ.) το υπόλειμμα νερού ή άλλου ποτού που μένει στο σκεύος (ποτήρι, φλιτζάνι κτλ.) από το οποίο ήπιε κάποιος άλλος.

[αποπιο- (θ. του ρ. αποπίνω) -μα· αποπί(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπιομα [apópjoma] το, (sp. also απόπιωμα)
:
  • το ~ έμενε ακόμα εκεί στο ποτήρι (Myriv)

[der of aor αποπιώ of αποπίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες