Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόπατος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόπατος ο [apópatos] Ο20 : (παρωχ.) αποχωρητήριο, αφοδευτήριο.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπατος [apópatos] ο,
  • latrine, toilet, water-closet (syn αναγκαίο 1b)

[fr PatrG, K, AG ἀπόπατος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go