Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπαιδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόπαιδο [apópe∂o] το,
  • neglected or disinherited child (syn αποπαίδι):
    • ~ της τύχης |
    • τον έκαμαν οι γονείς του ~ |
    • ζήλεψα τους γύφτους, του κάμπου και του πελάγου παιδιά κι απόπαιδα (Palam) |
    • poem μα εμένα ~ με κάματε, δεν μπήκα στο μοιράσι (Kazantz Od 7.669)

[cpd w. παιδί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες