Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόξω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόξω [apókso] επίρρ. τοπ. : (προφ., λαϊκότρ.) απέξω.

[μσν. απόξω < απο- έξω με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
απόξω, επίρρ.,
βλ. απέξω.
[Λεξικό Γεωργακά]
απόξω s. απέξω.
[Λεξικό Κριαρά]
απόξωθεν, επίρρ.,
βλ. απέξωθεν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες