Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόξενος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απόξενος, επίθ.
  • Που είναι από ξένο μέρος, ξένος:
    • ετούτοι είναι απόξενοι, από διαφόρους τόπους (Xρον. Mορ. H 4725).

[αρχ. επίθ. απόξενος (L‑S)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόξενος1 [apóksenos] ο,
  • complete stranger:
    • folks. τη σκάλιζα, την πότιζα, την είχα για δική μου | μα 'ρθε ξένος κι ~, ήρθε και μου την πήρε (DPetrop) |
    • poem τώρα της γύρω μου ζωής ~ κ' εγώ | θα 'θελα ένα σπιτάκι .. (Malakasis)

[substantiv. m of απόξενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόξενος2, -η, -ο [apóksenos]
  • ① totally strange or foreign:
    • είναι ξένος κι ~ |
    • δε μοιάζαν διόλου με συνηθισμένους διαβατάρηδες· κάτι το απόξενο είχαν στην όψη και στο σουλούπι (Grigoris) |
    • η μοίρα του το 'χε να παίρνει πάντα του τις βάρδιες των αλλωνών, ~ και ρημοσπίτης καθώς ήταν (Vlami) |
    • για τον αρχαίο, φύση και άνθρωπος δεν είναι απόξενα μεγέθη (Theodorakop, adapted) |
    • poem θαλασσινό πουλί απόξενο που θα 'ρχεται να κοιμηθεί στο μουσκεμένο | σκίνο σου (Drivas)
  • ② inhospitable (syn άξενος 1, αφιλόξενος):
    • απόξενες στεριές |
    • ίσως να μη τον χωρούσε εκείνο το άδειο, το εχθρικό, το απόξενο σπιτάκι της ξενιτειάς (Lazaridis) |
    • poem στο βράχο τον απόξενον, εκεί, στ' ακροθαλάσσι, | συχνά κάποιος επίμονος με φέρνει στοχασμός (Malakasis)

[fr MG απόξενος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες