Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόνερο [apónero] το, usu pl απόνερα τα,
- ① waste or refuse water (syn απονέρι 1):
- απόνερα του εργοστασίου |
- απόνερα της μπουγάδας (syn απόπλυμα) |
- κανένα διψασμένο σκυλί γλείφει τ' απόνερα ενός λάκκου (Petsalis) |
- τ' απόνερα από τα δέντρα πέφτανε στις τέντες με χοντρές σταλαματιές (TAthanasiadis) |
- στ' απόνερα της βρύσης λουζόνταν δυο πάπιες (Angeloglou)
- ② naut waves or turbulence produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn απονέρι 2):
- γυρίζει πίσω να δει τ' αυλάκι από τ' ~ της πρύμης (Myriv) |
- πίσω από το τιμόνι τ' απόνερα χόχλαζαν αφρισμένα (Zappas) |
- μπορούσε να την πάρει τη βάρκα η προπέλα του καραβιού ή τ' απόνερα και να την αναποδογυρίσουν (G.A. Mangakis)
- ⓐ water found in the ship's hold, bilge water:
- poem σκοτώνει τη γυναίκα .. η Aρτέμιδα η δοξεύτρα | κ' εκείνη στου αμπαριού τ' απόνερα γκρεμίστη .. (Homer Od 15.479 Kaz-Kakr)
[cpd w. νερό]
- ① waste or refuse water (syn απονέρι 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονερουλιάζω [aponeruljázo] aor απονερούλιασα
- ① trans make very watery:
- έβαλες πολύ νερό και την απονερούλιασες τη φασολάδα
- ② intr become very watery:
- απονερούλιασε το γιαούρτι, το γλυκό
[cpd w. νερουλιάζω]
- ① trans make very watery:



