Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απόμερα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απόμερα [apómera] adv
  • ① away fr the center, out of the way (syn απόκεντρα):
    • όταν πήρε την απόφαση να μείνει στη Nέα Yόρκη, προτίμησε να κατοικήσει κάπως ~ |
    • (το σπίτι) παλιό, με μεγάλο κήπο και κάπως ~, είναι ό,τι πρέπει (Katselli)
  • ⓐ far fr the limelight, away fr people's attention (syn παράμερα):
    • ζει τη ζωή του μυστικά κι ~ (Palam) |
    • οι αληθινότεροι επαναστάτες είν' εκείνοι που στέκονται ~ και μακριά από τις βιαιότητες της αγοράς (Kanellop) |
    • ο λυρισμός στη Γαλλία είναι μια εξαίρεση, που σημειώνεται δειλά και ~ (id.)
  • ② out of the way, aside, apart (syn ανάμερα, παράμερα, near-syn στην άκρη):
    • ο λύκος τραβηγμένος ~ καταβροχθίζει τη λεία του (Glezos) |
    • μιλούσανε κρυφά κι ~ γι' αυτήν την έγνοια (Nikolaidis) |
    • ζει μέσα στο τσόφλι του ~ από το μάτι του θεού (Myriv) |
    • ο Παλαμάς θέλει να σταθεί κάπως ~ για να ιδεί τον κόσμο, τη φυλή που εκφράζει, στην πορεία τους (Chourmouzios)

[der of απόμερος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go