Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόμαλλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόμαλλο [apómalo] το, region. (Epir,
  • Aegean etc)
  • ① short locks of wool remaining after carding, carding wool (syn αποχτενίδι)
  • ② short locks of wool discarded during shearing

[cpd w. μαλλί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες