Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόλυτα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απόλυτα [apólita] adv (L)
  • ① absolutely, entirely, totally, fully (syn απολύτως 1, εντελώς, ολότελα, τελείως):
    • ~ δικαιολογημένος, ελεύθερος, επιτυχημένος, ικανοποιητικός, καταστρεπτικός |
    • ~ ακίνητος, αντίθετος, διαφορετικός, ξένος |
    • ~ εξακριβωμένο περιστατικό |
    • ~ αυστηρή λογική |
    • ~ συγχρονισμένη βιομηχανία |
    • αδιαφορώ, καταλαβαίνω, παραδέχομαι, συμφωνώ ~ |
    • κατέχει ~ το θέμα του |
    • περιορίζεται στο ~ αναγκαίο |
    • η κυβέρνηση υποστηρίζει ~ το αίτημα αυτοδιάθεσης (Christidis) |
    • τα πρόσωπά του διαιρούνται σε δυο κατηγορίες, σε ~ καλούς και σε ~ κακούς (Sachinis) |
    • απέναντι του εαυτού του είναι ~ εντάξει (Thrylos)
  • ⓐ w. neg at all, whatsoever (syn απολύτως 1b):
    • η ομορφιά του έργου δεν έχει καμιάν ~ σχέση με την ποιότητα του υλικού (Andronikos)
  • ② not in relation to sth else, not relatively, absolutely, independently (syn απολύτως 3, ant σχετικά):
    • ο Παρθενώνας, αυτός καθαυτός είναι ωραίος· είναι ωραίος ~, έξω από κάθε χρόνο και κάθε τόπο (Moustoxydis) |
    • όταν πρόκειται περί του τι αξίζει ~ ο άνθρωπος, τότε τον πρώτο λόγο τον έχει η ηθική (Theodorakop)
  • ③ in an absolute or inflexible manner, authoritatively, categorically (near-syn κατηγορηματικά):
    • άποψη διατυπωμένη ~ |
    • εκφράζεται ~ |
    • η απόκρισή του δόθηκε ~ και μεγαλοπρεπέστατα (Melas) |
    • από πού τάχα ν' αντλεί το κύρος ο νόμος που ρυθμίζει ~ την ηθική βούληση; (Papanoutsos)
  • ⓑ strictly, absolutely (syn απολύτως 2, αυστηρά):
    • το κείμενο των άγιων γραφών .. απαγορεύεται ~ ν' αποδοθεί σε άλλη γλωσσική μορφή (Christidis EΣ)

[der of απόλυτος; cf απολύτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυτά [apolitá] adv, region. (Pelop)
  • without restraint or restriction, freely (syn αμολητά):
    • αφήνει τις αγελάδες να βοσκήσουν ~

[der of απολυτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυταρχία η [apolitarxía] Ο25 : είδος πολιτεύματος, στο οποίο όλες οι εξουσίες ανήκουν στο μονάρχη και ασκούνται από αυτόν χωρίς κανέναν περιορισμό· απόλυτη μοναρχία: H ~ στην Ελλάδα έληξε το 1844 με την εφαρμογή του πρώτου συντάγματος. || η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχισμός.

[λόγ. απόλυτ(ος) + -αρχία απόδ. γαλλ. absolutisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχία [apolitarçía] η, (L) polit
  • government by an individual possessing absolute powers or authority, absolute rule, autocracy (near-syn αυταρχία, δεσποτισμός, δικτατορία):
    • αχαλίνωτη, μοναρχική, στυγνή, τσαρική ~ |
    • τα δεσμά της απολυταρχίας |
    • κατά κανόνα οι απολυταρχίες ευνοούν την κοινωνική αθλιότητα (Panagiotop) |
    • ο P. X. ήταν γνωστός για τους αγώνες του εναντίον της απολυταρχίας (Varelas) |
    • η επανάσταση έγινε με πρόσχημα την κατάλυση της απολυταρχίας του σουλτάνου (Petsalis)
  • ⓐ fig position of superiority, supremacy:
    • ~ της λογικής |
    • η κοινωνική αναταραχή και ο ενθουσιασμός για την τεχνική παρασκευάζουν την ~ της φυσικομαθηματικής επιστήμης (Theodorakop)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυταρχία, cpd of απόλυτος & αρχή; cf αυταρχία, μοναρχία, ολιγαρχία etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχικά [apolitar] adv (L) polit
  • in an autocratic or absolutist manner, imperiously (near-syn αυταρχικά, δεσποτικά):
    • ο νεαρός σουλτάνος παρουσιάζεται με την απαραίτητη δύναμη, για να οργανώσει ~ την αυτοκρατορία του (Vacalop) |
    • αφέντευε ~ τα δάση, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια (Panagiotop)

[der of απολυταρχικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυταρχικός -ή -ό [apolitarxikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απολυταρχία ή που συμφωνεί με αυτήν: Aπολυταρχικό πολίτευμα / καθεστώς. Aπολυταρχική διακυβέρνηση μιας χώρας. Aπολυταρχικές ιδέες / αντιλήψεις. || (επέκτ., ιδ. για πρόσ.) που είναι αυταρχικός, δεσποτικός. απολυταρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απολυταρχ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχικός, -ή, -ό [apolitarçikós] (L) polit
  • autocratic, absolutist, imperious (near-syn αυταρχικός, δεσποτικός):
    • ~ δεσποτισμός, θεσμός |
    • απολυταρχική εξουσία, ηγεσία, κυβέρνηση, νοοτροπία |
    • απολυταρχικό καθεστώς, κράτος |
    • απολυταρχική ερμηνεία της ιστορίας |
    • το δοκίμιο είναι ένα εγερτήριο κατά των απολυταρχικών ηγεμόνων της εποχής (Stasinop) |
    • το από θεού δικαίωμα των βασιλέων εξακολούθησε απολυταρχικότερο από ποτέ άλλοτε (Evelpidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυταρχικός, der of απολυταρχία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχικότητα [apolitarçikótita] η, (L) polit
  • state or quality of being autocratic or imperious, imperiousness (near-syn αυταρχικότητα):
    • θα σκληρύνουν την ~ της δεξιάς ή της αριστεράς μέσα στο πανεπιστήμιο

[fr kath (neol) απολυταρχικότης, der of απολυταρχικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυταρχισμός ο [apolitarxizmós] Ο17 : η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχία.

[λόγ. απολυταρχ(ία) -ισμός μτφρδ. γαλλ. absolutisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχισμός [apolitarçizmós] ο, (L) polit
  • doctrine of absolute rule, authoritarianism:
    • ~ με κοινοβουλευτικό μανδύα |
    • οι δικτατορίες της Iσπανίας και της Πορτογαλίας είναι γεννήματα μιας εποχής όπου ο ~ δεν είχε μάθει ακόμα να υποκρίνεται (Roufos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυταρχισμός, der of απολυταρχία w. suff -ισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες