Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόλαμπρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόλαμπρα [apólambra] adv
  • after Easter (syn απόπασχα, ξέλαμπρα, ξώλαμπρα, ξώπασχα):
    • το στεφάνωμα θα γίνονταν ~(Palam) |
    • κατέβηκα τη Λαμπρή στο χωριό, ~ πήρα και πάλι το δρόμο της Σημυδιάς (Panagiotop)

[fr postmed (Somavera) απόλαμπρα, cpd w. Λαμπρή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες