Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκρυψη η [apókripsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρύπτω· κρύψιμο: ~ στοιχείων / της αλήθειας. Aπαγορεύεται η ~ τροφίμων σε περίοδο πολέμου. || ~ εγκληματία / κρατουμένου. || (στρατ.) τεχνική που εφαρμόζεται για να καταστήσει κπ. ή κτ. αθέατο από τον εχθρό: Kάλυψη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπόκρυψις `εξαφάνιση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του αποκρύπτω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκρυψη [apókripsi] η, gen απόκρυψης & αποκρύψεως, (L)
- ① hiding, concealment (syn κρύψιμο):
- ~ ιχνών, κλοπιμαίων, πετρελαίου, υλικών |
- ~ εγκληματιών harboring of criminals |
- του θύμισε την ανακοίνωση των γερμανών για ~ αιχμαλώτων και όπλων (Athanasiadis) |
- ούτε την ~ ανθρώπων και πραγμάτων θα συναντήσουμε (Charis) |
- ο νόμος είναι αυστηρός για όσους κρύβουν υπόπτους ή βοηθούν στην απόκρυψή τους (Tsirkas) |
- το παιγνίδι αποκρύψεως και φανερώματος των μελών του έργου γίνεται σαγηνευτικό (Michelis)
- ② fig suppressing, covering up, holding back, non-disclosure (syn αποσιώπηση, συγκάλυψη, ant φανέρωμα, φανέρωση):
- ~ ελαττώματος, πληροφοριών |
- journ ~ ειδήσεων black-out |
- η ~ προσθέτων λεπτομερειών, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μεροληπτική μεταχείριση εις βάρος της Eλλάδος |
- να προβάλει λόγους που θα επέβαλλαν την ~ αυτής της πικρής και επικίνδυνης αλήθειας (Tsatsos) |
- τα απόρρητα του Kυπριακού διευκόλυναν την ~ των αμέτρητων σφαλμάτων (Christidis) |
- ~ του αληθινού του προσώπου πίσω από το προσωπείο της τρέλας (Maronitis) |
- ο καβαφικός ιστορισμός αποτελεί ένα συνειδητό μέσο απόκρυψης (id.)
[fr kath απόκρυψις ← postmed (Somavera) ← MG, PatrG ← LK, AG]
- ① hiding, concealment (syn κρύψιμο):