Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρημνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόκρημνα [apókrimna] adv
  • abruptly, precipitously:
    • είναι ένας πανύψηλος βράχος σωστό πέτρινο βουνό, στημένο ~ επάνω στη θάλασσα (Theotokas)

[der of απόκρημνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες