Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκρημνα [apókrimna] adv
- abruptly, precipitously:
- είναι ένας πανύψηλος βράχος σωστό πέτρινο βουνό, στημένο ~ επάνω στη θάλασσα (Theotokas)
[der of απόκρημνος]
- abruptly, precipitously:



