Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκοσμα [apókozma] adv (L)
- in an otherworldly manner:
- μακρύτερα έβοσκαν κοπάδια και τα κουδούνια ηχούσαν βοερά από το βάθος και σαν ~ (KChatzop) |
- το σύθαμπο του φεγγαριού μέσ' από τις πυκνές νιφάδες φωτίζει ~ κι αμφίβολα τη χαράδρα (AVlachos) |
- ήταν ψηλός, με κάτι το ~ όμορφο στην αδρή του μορφή (Karagatsis) |
- poem κάποιος προφήτης μέσα μας ~ μιλεί (GAntonop)
[der of απόκοσμος]
- in an otherworldly manner:



