Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απόκοπος, επίθ.
-
- Που έχει τελειώσει κοπιαστική εργασία (ως τίτλος ποιήματος του Mπεργαδή).
[<έκφρ. από κόπου (βλ. κόπος 1β). H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Bλαστός 1931: 34, 147, Δημ., στη λ. 3)]



