Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκληρος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απόκληρος, επίθ.
  • Που αποκλείεται από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει:
    • (Eλλην. νόμ. 55115).

[αρχ. επίθ. απόκληρος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκληρος -η -ο [apókliros] Ε5 : που του στέρησαν το δικαίωμα της κληρονομιάς. || (κυρ. ως ουσ.) ο απόκληρος, αυτός που ζει στερημένα, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, φτωχός, κακότυχος, αδικημένος: ~ της μοίρας / της κοινωνίας / της ζωής.

[λόγ. < αρχ. ἀπόκληρος (κυριολ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκληρος1 [apókliros] ο, (L)
  • destitute or underprivileged, outcast person:
    • οι απόκληροι της γης, της κοινωνίας, του κόσμου |
    • οι απόκληροι της ζωής, της μοίρας, της τύχης |
    • συνοικία των απόκληρων |
    • συμπόνια προς τους απόκληρους |
    • δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το πέταγμα στο δρόμο της οικογένειας των απόκληρων από την παράγκα |
    • θεωρούσε τον εαυτό του σαν απόκληρο, σαν χωρισμένο για πάντα από τις χαρές αυτού του κόσμου (Xenop) |
    • το όνειρο έσπρωχνε στον αγώνα τις μάζες των κάθε λογής απόκληρων και καταφρονεμένων (Roufos)

[substantiv. m of απόκληρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκληρος2, -η, -ο [apókliros] (L)
  • ① destitute, underprivileged, poor:
    • ζήτησαν την κοινωνική δικαιοσύνη για τους απόκληρους λαούς (Evelpidis) |
    • είδες τις απόκληρες συνοικίες σε ορισμένα βιομηχανικά κέντρα; (Theotokas)
  • ② outcast, ostracized (near-syn απόβλητος2 1):
    • η κυρία Eυρυδίκη κ' η Pόζα έγιναν απόκληρες κι αποσυνάγωγες (Xenop) |
    • rembetiko song ~ μέσ' τη ζωή κι από όλους ξεχασμένος | να περπατώ και να πονώ είμαι καταραμένος (IPetrop)

[fr kath απόκληρος ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες