Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκεντρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκεντρος -η -ο [apókendros] Ε5 : (τοπ.) που βρίσκεται μακριά από ένα κεντρικό σημείο· απόμερος: Kαθίσαμε σ΄ ένα απόκεντρο ταβερνάκι. (έκφρ.) κέντρο* απόκεντρο. απόκεντρα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μας είναι ~ κι έχουμε ησυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκεντρος `μακριά από κάποιο σημείο του ορίζοντα (για άστρα)΄ κατά τη σημ. της λ. κέντρο]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκεντρος, -η, -ο [apócendros] (L)
  • being far fr the center, out-of-the-way, outlying, remote (syn απόμερος, παράμερος):
    • ~ δρόμος |
    • απόκεντρη γωνιά, επαρχία, πλατεία, συνοικία |
    • απόκεντρο διαμέρισμα, καφενείο, μέρος, σπίτι |
    • απεκόμισα το γράμμα στο απόκεντρο κάθισμα του περιβολιού, όπου συνηθίζω να κάθομαι (Palam) |
    • εργάστηκε κυρίως στις απόκεντρες περιοχές της Aιτωλίας (Vacalop)

[fr kath απόκεντρος ← MG (4th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες