Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόβραδο το [apóvraδo] Ο41 : το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δύση του ήλιου και στο πέσιμο της νύχτας.
[απο- βράδ(υ) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβραδο [apóvra∂o] το, pl απόβραδα
- nightfall, dusk, evening (syn σούρουπο):
- βαρύ, γαλανό, γλυκό, ήρεμο, θολό ~ |
- η αύρα, το πέπλο του απόβραδου |
- μελετάει μέχρι αργά το ~ |
- το ~ έστρωνε στις πλαγιές τους ήσκιους (Prevelakis) |
- τ' απόβραδα καθίζανε αμίλητες στην αυλή (KMitropoulou) |
- κάθε μεσημέρι και κάθε ~ που γύριζα στο σπίτι μου, το έβρισκα έρημο (Chourmouziadis) |
- poem το ~ σιμώνει σα διαβάτης (Seferis)
[cpd of απο- & βράδυ]
- nightfall, dusk, evening (syn σούρουπο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβραδος, -η, -ο [apóvra∂os]
- of, or occurring during, dusk or the evening (syn αποβραδινός 1, βραδινός, L εσπερινός):
- μόλις κάνει να πάρει τ' απόβραδο αγεράκι (Myriv) |
- το μισό θέατρο βυθίζεται στο δροσερόν απόβραδον ήσκιο (Kazantz)
[der of αποβραδύς]
- of, or occurring during, dusk or the evening (syn αποβραδινός 1, βραδινός, L εσπερινός):