Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβραδα [apóvra∂a] adv, region. & lit
- at nightfall, at dusk (syn το σούρουπο):
- poem μ' ακολουθούσανε οι γλυκιές, ~, γυναίκες (Sikel)
[der of απόβραδος; cf απόκρυφα (: απόκρυφος), απάλαφρα (: απάλαφρος) etc]
- at nightfall, at dusk (syn το σούρουπο):



