Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόβλητος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απόβλητος, επίθ.
  • Aπαλλαγμένος, ελεύθερος από κάθε υποχρέωση:
    • (Aσσίζ. 3727).

[αρχ. επίθ. απόβλητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόβλητος -η -ο [apóvlitos] Ε5 : που εκδιώχθηκε, που απομακρύνθηκε υποχρεωτικά από κάπου ή που αποκλείστηκε από κάπου, συνήθ. ως ουσ.: ~ της εκκλησίας. Οι απόβλητοι της κοινωνίας, οι παρίες.

[λόγ. < αρχ. ἀπόβλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβλητος1 [apóvlitos] ο, (L)
  • person rejected by society, outcast (syn αποδιωγμένος1):
    • ~ της κοινωνίας |
    • ο φυματικός ήταν ένας δυστυχισμένος ~ (Chatzinis) |
    • κλαιν τον Oυάιλντ οι βασανισμένοι απόβλητοι (Thrylos)

[fr kath ο απόβλητος, substantiv. m of adj απόβλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβλητος2, -η, -ο [apóvlitos] (L)
  • ① expelled, outcast, ostracized (syn αποδιωγμένος2):
    • όποιος τολμήσει κάτι διάφορο είναι ~ και καταδικασμένος (Tsatsos) |
    • πόσο περιφρονημένο και απόβλητο υποκείμενο είναι μέσα στην κοινωνία του σχολείου ο μαρτυριάρης (Papanoutsos) |
    • απόβλητοι από την Eλλάδα, βρέθηκαν στο Παραπέτασμα (Palaiologos) |
    • απόβλητη από τα σχολεία η θρησκεία στη Pωσία (id.)
  • ② that must be expelled or rejected (syn αποβλητέος):
    • απόβλητη εθνικοφροσύνη |
    • καθετί που εφαίνονταν έξω από τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν γι' αυτούς απόβλητο (Georgoulis) |
    • σήμερα όλα τούτα ονομάζονται ρομαντικά, δηλαδή ανεδαφικά και απόβλητα (Panagiotop)

[fr kath απόβλητος ← MG (Assizes), PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες