Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόβαση η [apóvasi] Ο33 : στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη των παραλίων μιας περιοχής, που διενεργείται με την αποβίβαση στην ξηρά στρατιωτικών τμημάτων από πλοία: H ~ τουρκικών στρατευμάτων στην Kύπρο. H ~ στη Nορμανδία.
[λόγ. < αρχ. ἀπόβα(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβαση [apóvasi] η, gen απόβασης & αποβάσεως (L) navy
- disembarkation for military purposes, landing:
- πλοία αποβάσεως |
- η ~ των συμμαχικών στρατευμάτων |
- οι ξένοι γύρευαν με την παραμικρή τρέλα αναμεταξύ μας να κάμουν ~ (Makryg, adapted) |
- κήρυξαν το νησί σε κατάσταση πολιορκίας .. και περίμεναν την ~ του εχθρού (Ouranis)
[fr kath απόβασις ← K (also pap), AG]
- disembarkation for military purposes, landing: