Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απωστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απωστικός -ή -ό [apostikós] Ε1 : που προκαλεί άπωση, κυρίως στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. ἀπωστικός `που απορρίπτει΄ κατά τη σημ. της λ. άπωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go