Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απωθητικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απωθητικός -ή -ό [apoθitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί αποστροφή, απέχθεια: Aυτός ο άνθρωπος έχει πολύ απωθητική φυσιογνωμία / είναι πολύ ~. Tο περιβάλλον των φυλακών είναι απωθητικό. Aυτός έχει κάτι το απωθητικό. 2. που προκαλεί απώθηση: Aπωθητική λειτουργία / ~ μηχανισμός της συνείδησης. απωθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απωθη- (απωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. répulsif]

[Λεξικό Γεωργακά]
απωθητικός, -ή, -ό [apoθitikós] (L)
  • causing repulsion or rejection, repellent, repulsive (near-syn αποκρουστικός, ant ελκυστικός):
    • ~άνθρωπος, απωθητική γυναίκα |
    • απωθητική αντίδραση, ασχήμια, δύναμη, εμφάνιση, επίδραση |
    • απωθητικό άρωμα, πρόσωπο, συναίσθημα |
    • ο όρος "βάρη του γάμου" είναι ~, ιδιαίτερα για τους νέους |
    • όλα αυτά τα 'βλεπε με βαθιά αδιαφορία, με απωθητική διάθεση (Fteris) |
    • οι τοίχοι του ήσαν βαμμένοι άσπροι, ένα απωθητικό πλαστικό άσπρο χώμα (Valtinos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απωθητικός, der of MG (Souda απωστόν, το απωθητόν) απωθητός (: απωθώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go