Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απυρεξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απυρεξία η [apireksía] Ο25 : (ιατρ.) η κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από μια κρίση πυρετού: Σήμερα ο άρρωστος παρουσίασε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπυρεξία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απυρεξία [apireksía] η, (L) & med
  • absence or elimination of fever, apyrexia:
    • με τα θεραπευτικά μέσα που περιγράψαμε κατορθώνεται σιγά σιγά ~(Louros)

[fr kath απυρεξία ← LK ἀπυρεξία, der of LK ἀπύρεκτος (Galen), this cpd w. *πυρεκτός (: πυρέσσω); cf πυρεκτ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες