Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτότητα [aptόtita] η, (L)
- state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτικότητα):
- το ζωγραφικό αντικείμενο είναι απλώς εποπτική μορφή χωρίς ~,που υποθέτει τον τρισδιάστατο χώρο (Papanoutsos)
[fr kath (neol) απτότης, der of απτός]
- state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτικότητα):



