Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απτό
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απτό [aptό] το, (L)
  • sth tangible or palpable (ant άπιαστο, ασύλληπτο):
    • ποιος μπορεί να πει ότι το αόρατο και το άυλο δεν επηρεάζει το ορατό και το ~ (Kanellop) |
    • οι αισθήσεις πάνε μόνες τους παραπέρα από το φυσικό, από το ~, από το συγκεκριμένο (Fteris) |
    • ζει έξω από τα όρια του απτού και του γνώριμου (Sachinis)

[fr kath το απτόν, substantiv. n of απτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτόητα [aptόita] adv (L)
  • in an undeterred or undaunted manner, dauntlessly:
    • μίλησε, συνέχισε ~

[der of απτόητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απτόητος -η -ο [aptóitos] Ε5 : που δεν πτοείται, που δε χάνει το θάρρος του και δεν υποχωρεί μπροστά σε εμπόδια: Παρ΄ όλες τις δυσκολίες συνεχίζει ~ τον αγώνα. απτόητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπτόητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτόητος, -η, -ο [aptόitos] (L)
  • undeterred, undaunted, unrestrained, unchecked (near-syn άφοβος, ant καταπτοημένος):
    • ανδρική και απτόητη στάση |
    • απάντησε, διάβηκε ~ |
    • απτόητη η αισχροκέρδεια απλώνεται σε όλους τους τομείς της αγοράς |
    • η Kρουσταλλένια δέχεται απτόητη όλα αυτά τα χτυπήματα της μοίρας |
    • οι διαδηλωτές, απτόητοι από το εκτοξευμένο καυστικό πιπέρι, έφτιαξαν μια συμπαγή ανθρώπινη μάζα |
    • ο ποιητής συνεχίζει το λόγο του ~(Petsalis) |
    • βράχοι γκρεμισμένοι ως τη θάλασσα δέχονται τις βίαιες επιθέσεις του Λιβυκού πέλαγους απτόητοι και αμετακίνητοι (Varelas) |
    • οι μαυροφόρες περνάν απτόητες ανάμεσα στους τυράννους (ChZalokostas) |
    • οι αστροναύτες περιφέρονται απτόητοι στο διάστημα (Panagiotop)

[fr kath απτόητος ← MG (4th c.) απτόητος ← K ἀπτόητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπτομαι [áptome] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., με γεν. αφηρ. ουσ.) αναφέρομαι σε κτ., έχω σχέση με κτ.: Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Yπουργείου Παιδείας. Tο ερώτημα άπτεται της ουσίας του θέματος, θίγει την ουσία.

[λόγ. < αρχ. ἅπτομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπτομαι [áptome] (L) w. gen
  • touch (upon), deal w., relate to, have a bearing on (near-syn ασχολούμαι με, αφορώ, σχετίζομαι με):
    • άλλες συναφείς διατάξεις άπτονται του θέματος της ισότητας |
    • τέσσερα θέματα κυβερνητικής πολιτικής άπτονται και των διμερών γαλλικών σχέσεων

[fr kath άπτομαι, mi of AG ἃπτω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απτός -ή -ό [aptós] Ε1 : ΣYN χειροπιαστός. 1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι νοητό: Ο υλικός κόσμος είναι ~. Tο μικρό παιδί αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι είναι απτό. || H Έλεν Kέλερ είναι ένα απτό παράδειγμα για τη δύναμη της θέλησης. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι φανερό, βεβαιωμένο, για το οποίο δεν μπορεί να αμφιβάλλει κάποιος: Έφερε απτές αποδείξεις και όχι αβέβαιες ενδείξεις. απτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἁπτός· 2: σημδ. γαλλ. tangible]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτός, -ή, -ό [aptós] (L)
  • tangible, palpable (syn χειροπιαστός, near-syn αισθητός 1):
    • ~κίνδυνος, κόσμος, παράδεισος, στόχος |
    • απτή επιφάνεια, ομορφιά, παρουσία, τέχνη, ύπαρξη |
    • απτή αντίθεση, απόδειξη, πραγματικότητα, σαφήνεια |
    • απτό αντικείμενο, ενδιαφέρον, κριτήριο, παράδειγμα, τεκμήριο |
    • απτά αποτελέσματα, δεδομένα, περιστατικά, στοιχεία, χαρακτηριστικά |
    • μια απτή έκφραση της διαμάχης |
    • κύριος στόχος της παρεμβολής ήταν να καταστεί σαφής, ορατή και απτή η απειλή, την οποία αισθάνεται η χώρα |
    • πλάγιασε ανάμεσα στους γονιούς της, που η απτή προστασία τους την καθησύχαζε (AAGeorgiadis-K) |
    • η επίδραση της τεχνικής είναι απτή από κάθε άνθρωπο (Theodorakop) |
    • το μυθιστόρημα δεν έχει καθόλου δράση, που να γίνεται απτή στον αναγνώστη (Sachinis) |
    • όσο ανέβαινα τις σκάλες .. το όραμά της γινόταν απτότερο (Chatzinis) |
    • poem κυλάει .. | το φως του φεγγαριού | ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος (Melissanthi)

[fr kath απτός ← PatrG, AG ἁπτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτότητα [aptόtita] η, (L)
  • state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτικότητα):
    • το ζωγραφικό αντικείμενο είναι απλώς εποπτική μορφή χωρίς ~,που υποθέτει τον τρισδιάστατο χώρο (Papanoutsos)

[fr kath (neol) απτότης, der of απτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπτου s. μη μου άπτου.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες