Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απτά
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
απτά [aptá] adv (L)
  • tangibly, palpably (syn χειροπιαστά, near-syn αισθητά 1):
    • τους θριάμβους ενός θεατρικού έργου δεν τους γνωρίζει το βιβλίο, τουλάχιστον έτσι ~(Thrylos) |
    • προσπαθούμε να επιζήσουμε στους απογόνους, όσο μπορούμε πιο ~, πιο ουσιαστικά (Panagiotop) |
    • το γεγονός ότι σημείωσε τρεις εκδόσεις αποδείχνει ~ πως είναι και το ευνοημένο βιβλίο του κοινού (Chatzinis)

[der of απτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπταιστα [áptesta] adv (L)
  • ① faultlessly, flawlessly, unerringly, perfectly (syn αλάθευτα 1, αλάνθαστα, άψογα):
    • ούτε οι χορηγημένες από το παρελθόν δυνάμεις του πολιτισμού λειτουργούν ~κλ (Despotop) |
    • χρέος είναι να ελεγχθούν ~ οι τερατικές ολέθριες δυνάμεις της τεχνικής (id., adapted)
  • ② faultlessly, thoroughly, fluently, perfectly (syn απταίστως):
    • ξέρει το μάθημα ~ (syn phr απ' έξω κι ανακατωτά) |
    • μιλούσε κ' έγραφε ~ δυο τρεις ξένες γλώσσες (Sachinis)

[der of άπταιστος; cf απταίστως]

[Λεξικό Κριαρά]
άπταιστος, επίθ.· άφταιστος.
  • 1) Που δεν είναι ένοχος, αθώος:
    • ελυτρώθη … γνωρίζοντάς τονε η δικαιοσύνη άφταιστον (Σουμμ., Pεμπελ. 169).
  • 2) (Προκ. για ενέργεια) άδολος, αγνός:
    • στα παρακάλια τ’ άφταιστα (Πιστ. βοσκ. III 7, 12 (έκδ. ον)).

[αρχ. επίθ. άπταιστος. O τ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (Δημ., λ. άπτ‑). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπταιστος -η -ο [áptestos] Ε5 : 1.για γλώσσα που τη μιλούν ή που τη γράφουν τέλεια, χωρίς κανένα λάθος: Tα γαλλικά του είναι άπταιστα. 2. (λόγ., για συμπεριφορά κτλ.) άψογος. άπταιστα & (λόγ.) απταίστως ΕΠIΡΡ: Ξέρει ~ τρεις ξένες γλώσσες.

[λόγ. < αρχ. ἄπταιστος, ἀπταίστως]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπταιστος, -η, -ο [áptestos]
  • ① containing or showing no fault, faultless, flawless, unerring (syn αλάθευτος 1, L αλάνθαστος 1, άψογος):
    • άπταιστη ηθοποιία |
    • ~και έντιμος άνθρωπος |
    • στις εξετάσεις παρέδωσε άπταιστο γραπτό |
    • χάρη στην άπταιστη τάξη που επικρατεί, το φεστιβάλ κέρδισε το κοινό (Thrylos) |
    • η διάπλαση των πολιτών είναι προϋπόθεση κρίσιμη για την άπταιστη λειτουργία της πολιτείας (Despotop, adapted)
  • ② free fr linguistic mistakes, fluent, faultless, perfect (syn άψογος):
    • απάντησε σε άπταιστα αγγλικά, ελληνικά |
    • τα άρθρα τούτα είναι γραμμένα σε άπταιστη καθαρεύουσα (Chourmouzios)

[fr kath άπταιστος ← postmed, MG άπταιστος ← K, AG ἄπταιστος]

[Λεξικό Κριαρά]
απταίστως, επίρρ.
  • Xωρίς φταίξιμο:
    • απταίστως έπαθες (Γλυκά, Στ. 439).

[αρχ. επίρρ. απταίστως. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απταίστως [aptéstos] adv (L)
  • faultlessly, fluently, perfectly (syn άπταιστα 2):
    • μιλεί ~ την αγγλική

[fr kath απταίστως ← MG ← K, AG ἀπταίστως]

[Λεξικό Κριαρά]
απταψές, επίρρ.,
βλ. αποταψές.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες