Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσκλητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόσκλητος -η -ο [aprósklitos] Ε5 : α.που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε κάποια γιορταστική ή άλλη κοινωνική εκδήλωση· ακάλεστος: Πήγε στην τελετή / στη δοξολογία ~. ~ επισκέπτης και με επέκταση, συνήθ. ειρωνικά, για κτ. ενοχλητικό που παρουσιάζεται ξαφνικά: Ένας ~ επισκέπτης, μια μύγα, που δεν εννοεί να μας εγκαταλείψει. β. για κπ. που σπεύδει κάπου για να προσφέρει την ανεπιθύμητη βοήθειά του: Mας ήρθε ~ και μας δημιούργησε μόνο προβλήματα. απρόσκλητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόσκλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσκλητος, -η, -ο [aprósklitos] (L)
  • uninvited, unasked (syn in απροσκάλεστος):
    • ~μουσαφίρης, ξένος |
    • ο T. ανάλαβεν ~την αρχηγία του κινήματος (Karkavitsas) |
    • σπεύδουμε απρόσκλητοι να λάβουμε μέρος στο χορό (Melas) |
    • τα γυμνά πλάσματα έρχονται απρόσκλητα να σε αγκαλιάσουν (Chatzinis) |
    • μπήκε ~ στην κάμαρά μου (Sfakianakis) |
    • poem γλυκέ μου έρωτα, που ~ ήρθες (FPolitis)

[fr kath απρόσκλητος ←K, AG ἀπρόσκλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες