Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόκοπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απρόκοπος, επίθ.
  • 1) Που δεν κάνει προόδους:
    • απρόκοπος γραμμάτων (Pιμ. Bελ. ρ 981).
  • 2) Oκνηρός, αργός:
    • πόσ’ οκνή κι απρόκοπη είσαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [224]).

[μτγν. επίθ. απρόκοπος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόκοπος -η -ο [aprókopos] Ε5 : (οικ.) ανεπρόκοπος.

[ελνστ. ἀπρόκοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόκοπος, -η, -ο [aprόkopos]
  • unable or unwilling to achieve progress or prosperity, wretched, lazy (syn ανεπρόκοπος, απρόκοφτος2, near-syn ακαμάτης1, τεμπέλης):
    • poem ~ δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει (Homer Od 24.251 Kaz-Kakr) |
    • τους απρόκοπους τους άντρες | καταράστηκε με μίσος φανερό (Stavrou Ar)

[fr postmed, MG απρόκοπος ← PatrG, LK ἀπρόκοπος; cf also MG απρόκοπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες