Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απρόθυμα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόθυμα [aprόθima] adv (L)
  • reluctantly, unwillingly, grudgingly (ant πρόθυμα):
    • ακούει, απαντά, διαβάζει, υπόσχεται, φωνάζει ~ |
    • η τιμωρία των υπευθύνων για τα εγκλήματα της επταετίας άρχισε ~ |
    • άρχισε να καθαρίζει ~ τα τραπέζια (AVlachos) |
    • πολύ αργά, πολύ ~, έβγαζα από πάνω μου το νυχτικό (Charis) |
    • στέκεται βαριεστημένος και γυρίζει ~ το κεφάλι (Terzakis)

[der of απρόθυμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go