Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απροφύλακτος, επίθ.
-
- Aφύλαχτος:
- απροφυλάκτων … μερών (Διγ. Gr. 24).
[αρχ. επίθ. απροφύλακτος. H λ. και σήμ.]
- Aφύλαχτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροφύλακτος -η -ο [aprofílaktos] & απροφύλαχτος -η -ο [aprofílaxtos] Ε5 : που δεν είναι προφυλαγμένος.
απροφύλακτα & απροφύλαχτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροφύλακτος, αρχ. σημ.: `απρόβλεπτος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



