Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσωπόληπτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσωπόληπτα [aprosopόlipta] adv (L)
  • without taking sides, impartially, even-handedly (syn αμερόληπτα):
    • η εκτελεστική εξουσία πρέπει να εφαρμόζει τους νόμους ~(Panagiotop) |
    • αντιμετωπίζει τα πράγματα αντικειμενικά και ~ (Sachinis) |
    • γυρίζει για να ιδεί το παρελθόν ~ και χωρίς διάθεση απολογητική (Chourmouzios)

[der of απροσωπόληπτος; cf kath απροσωπολήπτως ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (NT) ἀπροσωπολήπτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες