Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσωπόληπτα [aprosopόlipta] adv (L)
- without taking sides, impartially, even-handedly (syn αμερόληπτα):
- η εκτελεστική εξουσία πρέπει να εφαρμόζει τους νόμους ~(Panagiotop) |
- αντιμετωπίζει τα πράγματα αντικειμενικά και ~ (Sachinis) |
- γυρίζει για να ιδεί το παρελθόν ~ και χωρίς διάθεση απολογητική (Chourmouzios)
[der of απροσωπόληπτος; cf kath απροσωπολήπτως ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (NT) ἀπροσωπολήπτως]
- without taking sides, impartially, even-handedly (syn αμερόληπτα):



