Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσχημάτιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσχημάτιστα [apros imátista] adv (L)
  • ① without pretext, openly, flagrantly (syn ανοιχτά1 4, απροφάσιστα 1, near-syn απροκάλυπτα):
    • επιβουλεύεται, ομολογεί ~ |
    • ~ εχθρική συμπεριφορά |
    • η κυβέρνηση επεμβαίνει ~ στις αρμοδιότητες του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους (Christidis) |
    • μυκτηρίζουν ~ την εθνική μας λογοτεχνία (Papanoutsos)
  • ② without evasion or hesitation, unhesitatingly, openly (syn ανεπιφύλακτα, απροφάσιστα 2, near-syn απερίφραστα):
    • ο Παλαμάς κηρύσσει ~ την ανάγκη της φυγής από τα συγκαιρινά (Chourmouzios) |
    • το ζώο πηγαίνει ~ και ικανοποιεί δίχως καμιάν υποκρισία τα ένστικτά του (Papanoutsos)

[der of απροσχημάτιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες