Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσποίητα [aprospíita] adv (L)
- without affectation, unaffectedly, uncontrivedly (syn ανεπιτήδευτα, ant επιτηδευμένα, προσποιητά):
- απάντησε ~ |
- η σύγχρονη κοινή ομιλουμένη είναι η γλώσσα που φυσικά και ~ μιλούν οι νεοέλληνες στα αστικά κέντρα (Tzartzanos)
[der of απροσποίητος]
- without affectation, unaffectedly, uncontrivedly (syn ανεπιτήδευτα, ant επιτηδευμένα, προσποιητά):



