Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσπέραστος, -η, -ο [aprospérastos]
- ① impassable, insurmountable (syn αξεπέραστος 1, απέραστος 2b):
- απροσπέραστο βουνό, χάσμα |
- το ίδιο χέρι το βρήκα δυνατό κι αλύγιστο, φραγμό απροσπέραστο, όταν θέλησα να προχωρήσω (Charis) |
- της μποδίζουνε σαν απροσπέραστο τείχος το διάβα (LAkritas) |
- οι διαφορές της θρησκείας αποτελούσαν ένα εμπόδιο απροσπέραστο (Petsalis)
- ② which must not be crossed, not to be transgressed, inviolable (syn αξεπέραστος 2):
- ~κανόνας |
- μόνο άξιοι τεχνίτες ξέρουν να την κρατάνε τεντωμένη (sc την κλωστή) και να μη τη σπάνε, σύνορο αόρατο μα και απροσπέραστο (Charis)
[cpd w. *προσπεραστός (: προσπερνώ); cf απέραστος (: περαστός), αξεπέραστος (: ξεπερνώ) etc]
- ① impassable, insurmountable (syn αξεπέραστος 1, απέραστος 2b):



