Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσκύνητος -η -ο [aproskínitos] Ε5 : 1.ANT προσκυνημένος. α. για άτομο ή για λαό που δεν προσκύνησε αφέντη, που αντιστάθηκε και έμεινε αδούλωτος: Οι κλέφτες έμειναν απροσκύνητοι, δεν αναγνώρισαν την τουρκική εξουσία. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε συμβιβάζεται και που αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας. 2. που δεν τον προσκύνησαν ή που δεν τον έχουν προσκυνήσει1.
[ελνστ. ἀπροσκύνητος (στη σημ. 2)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσκύνητος1 [aproscínitos] ο,
- person who does not bow in submission, insubmissive person (near-syn ανυπότακτος1 a, ant ο προσκυνημένος):
- λιγοστοί απροσκύνητοι βαστούσαν ακόμα το ντουφέκι (Prevelakis)
[substantiv. m of απροσκύνητος2]
- person who does not bow in submission, insubmissive person (near-syn ανυπότακτος1 a, ant ο προσκυνημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσκύνητος2, -η, -ο [aproscínitos]
- ① to which one has not bowed or prostrated o.s.:
- δεν άφησε ούτε μια εικόνα απροσκύνητη |
- όσο θα ζουν οι τρεις αυτές καρδιές, οι τάφοι του K. δε θα μείνουν απροσκύνητοι (Rysianos)
- ② not bowing in submission, not prostrating o.s., insubmissive, unbowed (syn αγονάτιστος, near-syn ανυπότακτος2 1, ant προσκυνημένος):
- απροσκύνητη ψυχή |
- απροσκύνητο κάστρο, απροσκύνητο κεφάλι |
- η απροσκύνητη Mεγαλόνησος |
- οι Έλληνες μείναν απροσκύνητοι |
- σηκωνόταν η φωνή της πεινασμένης και απροσκύνητης πολιτείας (Myriv) |
- το αποκαΐδι [του δρυ] έμοιαζε με γίγαντα απροσκύνητο (Prevelakis) |
- πέθανε σαν άξιο παλληκάρι, απροσκύνητο (Petsalis) |
- o κάθε θνητός μπορεί να πλησιάσει τους θεούς και όρθιος, ~, να ζητήσει τη χάρη τους (Kakridis)
[fr MG (9th c.), PatrG ἀπροσκύνητος, cpd w. PatrG (+) προσκυνητός (: προσκυνῶ)]
- ① to which one has not bowed or prostrated o.s.:



