Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσκάλεστα [aproskálesta] adv
- without having been invited (syn απρόσκλητα):
- πήγε στο γάμο ~
[der of απροσκάλεστος]
- without having been invited (syn απρόσκλητα):



