Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσδιόριστο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσδιόριστο [aproz∂jόristo] το, (L)
  • ① that which cannot be clearly determined, the indeterminate (syn ακαθόριστο):
    • να ενθαρρύνομε την ανάπτυξη της μελέτης του άγνωστου, του απροσδιόριστου (Papanoutsos) |
    • πρέπει το κλίμα της ψυχής να είναι ο ρεμβασμός, η ονειροπόληση, το φευγαλέο, το ~ (Thrylos, adapted)
  • ② = απροσδιοριστία:
    • οι θεωρίες για τις πιθανότητες, για το ~ στη μικροφυσική, είναι βήμα προς μια γενικότερη αντίληψη του σύμπαντος (Lambridi)

[fr kath το απροσδιόριστον, substantiv. n of απροσδιόριστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσδιόριστος -η -ο [aprozδióristos] Ε5 : ANT προσδιορισμένος. 1. για κτ. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως προς τη φύση του, ως προς τα αίτια, το ποιόν, ή ως προς τα τοπικά ή τα χρονικά του όρια· ακαθόριστος: Tροφή με απροσδιόριστη γεύση. Aντικείμενο με απροσδιόριστο σχήμα και χρώμα. Mε κυρίευσε ένας ~ φόβος. Έργα απροσδιόριστης έκτασης και διάρκειας. Στη συγκέντρωση έλαβε μέρος ένας ~ αριθμός ατόμων. Γυναίκα / άντρας απροσδιόριστης / απροσδιορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. || (ως ουσ.) το απροσδιόριστο, η απροσδιοριστία. 2. για κτ. που δεν το έχουν ακόμη προσδιορίσει: H ημερομηνία της δίκης / η δίκη είναι απροσδιόριστη. απροσδιόριστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπροσδιόριστος `όχι προσδιορισμένος΄ σημδ. γαλλ. indéterminé]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσδιόριστος, -η, -ο [aproz∂jόristos] (L)
  • ① undefinable, indeterminable, indeterminate, unidentifiable (syn in ακαθόριστος 1):
    • ~ ήσκιος, θόρυβος, κίνδυνος, πόνος |
    • απροσδιόριστη ανησυχία, γοητεία, έκφραση, μελαγχολία, νοσταλγία, συγκίνηση |
    • απροσδιόριστο βάθος, ύψος |
    • απροσδιόριστο άγχος, δεδομένο, μέλλον, συναίσθημα, φαινόμενο |
    • λογικά, χρονικά, ψυχολογικά ~ |
    • απροσδιόριστοι μουσικοί ήχοι |
    • απροσδιόριστο αίσθημα φόβου |
    • απροσδιόριστη ξενική προφορά |
    • κατάσταση απροσδιόριστη από το νου |
    • άνθρωπος απροσδιόριστης ηλικίας |
    • θέλαμε να πάμε κάπου, σε κάποιο μυθικό, απροσδιόριστο τέρμα (Palam) |
    • η αξία του έργου είναι πολύ υψηλότερη, ουσιαστικά απροσδιόριστη (Kanellop) |
    • στο σκοτάδι έλαμπαν δυο κύκλοι απροσδιόριστοι (Karagatsis) |
    • είναι σχεδόν απροσδιόριστο από ποια στοιχεία αποτελείται η προσωπικότητα κάθε εφημερίδας (Thrylos, adapted)
  • ⓐ indeterminate, elusive, imperceptible (near-syn ανεπαίσθητος):
    • προβάλλουν σ' ένα καθρέφτη τις πιο λεπτές και σχεδόν απροσδιόριστες κινήσεις της ψυχής (Chatzinis) |
    • η μαχαιριά, που βάζει στον πλοίαρχο, φαίνεται μόνο μ' ένα τίναγμα στο πρόσωπό του, σχεδόν απροσδιόριστο (Venezis)
  • ② undetermined, unidentified, indeterminate:
    • στην εμπειρική μας αναδρομή δεν μπορεί να ανακαλυφθεί ένας όρος, που είναι απόλυτα ~ από οτιδήποτε άλλο (Lambridi) |
    • αυτή η μέθοδος οδηγεί στο ν' αποδοθούν στην τέχνη της Kωνσταντινούπολης έργα ακόμη απροσδιόριστα (Pallas, adapted) |
    • η σημασία αυτών των χρονογραφιών είναι ακόμη απροσδιόριστη (Vacalop)
  • ⓑ not specific, unspecified, indefinite (ant καθορισμένος):
    • για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα for an indefinite period of time |
    • τα "ρομάνθες" είναι στροφές απροσδιόριστου μήκους .. χωρίς πραγματική ομοιοκαταληξία (Papatsonis)

[fr kath απροσδιόριστος ← MG ← K ἀπροσδιόριστος, cpd w. *προσδιοριστός (: προσδιορίζω); cf AG προσδιοριστέον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες