Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσαρμοστία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροσαρμοστία [aprosarmostía] η, (L)
  • inability to adjust or adapt, unadaptability (syn απροσάρμοστο, ant προσαρμοστικότητα):
    • η ~ της θεωρίας στην πραγματικότητα

[fr kath (neol) απροσαρμοστία, der of απροσάρμοστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες