Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρονόητος1 [apronόitos] ο, (L)
- ① person lacking foresight, thoughtless or improvident person (syn απερίσκεπτος1):
- η περιπέτεια έγινε αβάστακτη για τους απρονόητους, που επιμένουνε σε παλιές μεθόδους (Palaiologos)
- ② person uncared or unprovided for:
- να ληφθεί πρόνοια υπέρ των απρονοήτων της ζωής
[substantiv. m of απρονόητος2]
- ① person lacking foresight, thoughtless or improvident person (syn απερίσκεπτος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρονόητος2, -η, -ο [apronόitos] (L)
- lacking foresight, thoughtless, improvident (syn απερίσκεπτος2 1, ant προνοητικός):
- ο ~ αγωγιάτης παραφόρτωσε το γάιδαρό του (Loukatos, adapted) |
- αν είχατε την απρονόητη περιέργεια να αντικρύσετε τις σαρκοφάγους πρώτα πρώτα, όλα τα άλλα κειμήλια θα σας φανούν φτωχά βαναυσουργήματα (Athanasiadis-N)
[fr kath απρονόητος ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG ἀπρονόητος]
- lacking foresight, thoughtless, improvident (syn απερίσκεπτος2 1, ant προνοητικός):



