Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρονόητα [apronόita] adv (L)
- in a manner lacking foresight, thoughtlessly, improvidently (syn απερίσκεπτα, ant προνοητικά):
- αδιάκριτοι κατακριτές μου ~ συνόδευαν τα λόγια των για μένα με στίχους μου (Palam)
[fr postmed (Somavera) απρονόητα, der of απρονόητος2]
- in a manner lacking foresight, thoughtlessly, improvidently (syn απερίσκεπτα, ant προνοητικά):



