Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροκαλύπτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροκαλύπτως [aprokalíptos] adv (L)
  • without disguise or concealment, openly, declaredly, avowedly (syn in απροκάλυπτα, ant κεκαλυμμένως):
    • του μίλησε ~ |
    • εκδηλώθηκε ~ ως εχθρός του |
    • δηλώνει ~ ότι είναι σοσιαλιστής |
    • μισούσε ~ την Eλλάδα, αλλ' αποφάσιζε κεκαλυμμένως για την τύχη της (Ploritis, adapted)

[fr kath απροκαλύπτως ← AG (4th c. BC) ἀπροκαλύπτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες