Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροκαλύπτως [aprokalíptos] adv (L)
- without disguise or concealment, openly, declaredly, avowedly (syn in απροκάλυπτα, ant κεκαλυμμένως):
- του μίλησε ~ |
- εκδηλώθηκε ~ ως εχθρός του |
- δηλώνει ~ ότι είναι σοσιαλιστής |
- μισούσε ~ την Eλλάδα, αλλ' αποφάσιζε κεκαλυμμένως για την τύχη της (Ploritis, adapted)
[fr kath απροκαλύπτως ← AG (4th c. BC) ἀπροκαλύπτως]
- without disguise or concealment, openly, declaredly, avowedly (syn in απροκάλυπτα, ant κεκαλυμμένως):



