Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροκάλυπτα [aprokálipta] adv (L)
- without disguise, openly, declaredly, avowedly (syn ανοιχτά1 4, απροκαλύπτως, φανερά):
- ~εκφρασμένη απειλή |
- ~ εχθρική στάση |
- ~ προκλητική ενέργεια |
- γελάει, δηλώνει, μοιρολογά, χασμουριέται ~ |
- τον κατηγορεί, περιφρονεί, υποστηρίζει ~ |
- η προϊσταμένη του αρχή κατάκρινε ~ το εύρημά του (AVlachos) |
- ο κίνδυνος εξεδηλώθη ~ την κρίσιμη εκείνη ημέρα (Roussos) |
- εδίδαξαν ~ τον μηδενισμό (Theodorakop) |
- ο Pήγας κυκλοφορεί το Θούριο, αυτό το ~ επαναστατικό του μανιφέστο (Vranousis)
[der of απροκάλυπτος; cf L απροκαλύπτως]
- without disguise, openly, declaredly, avowedly (syn ανοιχτά1 4, απροκαλύπτως, φανερά):



