Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροίκιστος -η -ο [apríkistos] Ε5 : 1.για γυναίκα που δεν την προίκισαν, που δεν της έδωσαν προίκα: Άφησε τα κορίτσια του απροίκιστα. || (ειρ. ή πειραχτικά) για άντρα που παντρεύτηκε ή που πρόκειται να παντρευτεί, χωρίς να διαθέτει κάποια περιουσία από γονική παροχή. 2. που δεν είναι προικισμένος με κάποιο φυσικό χάρισμα.
[α- 1 προικισ- (προικίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροίκιστος, -η, -ο [aprícistos]
- ① not having received a dowry, dowerless (syn άπροικος 1, ant προικισμένος):
- παντρεύτηκε απροίκιστη |
- folks. κι όπου έχει κόρη απροίκιστην, ας στείλει τα προικιά της (DPetrop)
- ② fig not equipped or provided (w. talent, ability etc), unendowed (syn άπροικος 2, ant προικισμένος):
- οι νεαρότεροι στιχοπλόκοι ήταν απροίκιστοι από κάτι σαν το χάρισμα, που είχε ο ποιητής (Palam) |
- το θέατρο είναι ο τάφος των απροίκιστων συγγραφέων (Kontogiannis) |
- o Eπιμηθέας δίχως να το καταλάβει ξόδεψε τις δυνάμεις· και είχε ακόμα αφήσει απροίκιστο το γένος των ανθρώπων (Theodorakop)
[fr postmed (Somavera) απροίκιστος, cpd w. *προικιστός (: προικίζω)]
- ① not having received a dowry, dowerless (syn άπροικος 1, ant προικισμένος):