Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απραγία η· αναπραγιά.
-
- 1) Έλλειψη εμπορικής δραστηριότητας:
- απραγία των ειδών (Ωροσκ. 4327).
- 2) Aδεξιότητα, ανικανότητα:
- να ψέξει την ακατεχιάν και την αναπραγιά μου (Λεηλ. Παροικ. Aφ. 26).
[μτγν. ουσ. απραγία. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη εμπορικής δραστηριότητας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απραγία [aprayía] η,
- inaction, idleness, laziness (syn αδράνεια, απραγμοσύνη, απραξία 1):
- στρατευμένη τέχνη δε θα κάνουμε, δε θα την επιστρατεύσουμε στην υπηρεσία της απραγίας, της αληθοφάνειας και του ψευτορεαλισμού (Voiskou)
[fr MG απραγία ← K (also pap) ἀπραγία]
- inaction, idleness, laziness (syn αδράνεια, απραγμοσύνη, απραξία 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απραγιά [aprayá] η,
- inexperience, unskilfulness (syn ανεπιτηδειότητα, ant επιτηδειότητα):
- όταν ήρθε η ώρα να ξαναχτίσουν τα ρημάδια, καταλάβανε την ~ τους και θυμηθήκανε το Bενιζέλο (Prevelakis) |
- παρά την αλυγισιά του κορμιού .. ο Kαζαντζάκης σου δίνει πράγματι την εντύπωση μιας ατολμίας, μιας απραγιάς (id.) |
- poem όμως ας μη χασομεράμε, | είναι τόσα κι άλλα να γίνουνε, |..| να συγυρίσουμε τις σκόρπιες απραγιές μας (Gattou)
[fr postmed (Somavera) απραγιά, der of απραγώ]
- inexperience, unskilfulness (syn ανεπιτηδειότητα, ant επιτηδειότητα):



