Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποψηλά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποψηλά, επίρρ.· απουψηλά.
  • Aπό ψηλά (προς τα κάτω):
    • Ωσά γεράκι, οντέ χυθεί κι αποψηλά ξανοίγει (Eρωτόκρ. B´ 1561).

[<πρόθ. από + επίρρ. ψηλά. H λ. στο Βλάχ. (από ψηλά) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψηλά [apopsilá] (written also από ψηλά)
  • up, fr on high (ant αποχαμηλά):
    • έπεσε ~ και χτύπησε |
    • riddle μια κυρά βασίλισσα ~ κατέβαινε, πέντε την αρπάζανε, στον τοίχο την κολλάγανε |
    • η μέθη της εμπνεύσεως βέβαια μπορεί να κατέρχεται, θεία χάρη ~ (Palam) |
    • όποιος ανέβει στις ταράτσες των παλαιϊκών σπιτιών βλέπει ~το μεγάλο λεμονοδάσος (Theotokas) |
    • ένα πλήθος αγάλματα, .. όλα αφιερώματα στη μεγάλη θεά, που κυβερνούσε ~τη μοίρα της αγαπημένης πολιτείας (Miliadis) |
    • του είχε γίνει συνήθεια πια .. ν' ανεβαίνει εκεί πάνω και να κοιτάζει την Aθήνα ~ (TAthanasiadis) |
    • ο Δίας .. τους έριχνε ~ τ' αστροπελέκια του (Sfakianakis) |
    • rembetiko μα είναι και θεός που βλέπει ~ (IPetrop) |
    • poem κι ~ νεφέλη δόξας τονε σκέπει (Sikel) |
    • οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν ~(Seferis) |
    • κι ~ θα μας φωτίζει | το φεγγαράκι το χλωμό (Skipis)
  • ① fr a high (social or official) rank or status:
    • για το σπίτι του Σουηδού φροντίζει η ίδια η Σουηδία· εννοώ πως κάποιος ~ ρυθμίζει το ζήτημα της κατοικίας· δεν αφήνεται ο κάθε ερίφης στο κέφι του (Athanasiadis-N)
  • ② loftily, bumptiously, presumptuously, disdainfully (syn υπεροπτικά, phr αφ' υψηλού L):
    • τη βλέπει ~, και τη ζηλεύει, την περιφρονεί και τη θαυμάζει, ένα 'σύμπλεγμα' ανάμικτο από αξίωση υπεροχής και αίσθημα μειονεκτικότητας (Papanoutsos, adapted) |
    • ξεπεσμένοι 'αριστοκράτες' που κοιτάζουν ~ τον υπόλοιπο πληθυσμό του τόπου (Panagiotop) |
    • μερικοί είναι βέβαιοι γι' αυτό, επαίρονται, μας κοιτάζουν ~ (Glezos)

[fr postmed αποψηλά, cpd fr phr από ψηλά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες