Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποψήνω [apopsíno] (& region. αποψένω) aor απόψησα (subj αποψήσω), mi αποψήνομαι, aor αποψήθηκα (subj αποψηθώ)
- ① complete the cooking of:
- όταν αποψήσεις το φαΐ, να 'ρθεις που θέλω να σου πω
- ② mi αποψήνομαι intr finish cooking (baking etc), be completely cooked, baked etc:
- δεν αποψήθηκε ακόμη το ψωμί |
- δεν άφησες το κρέας να αποψηθεί και δεν τρώγεται
[cpd w. ψήνω]
- ① complete the cooking of: