Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποχωρών -ούσα -ούν
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχωρών, -ούσα, -ούν [apoxorόn] (L)
  • ① going away, leaving, departing (syn απερχόμενος, ant ερχόμενος):
    • οι αποχωρούντες υπουργοί
  • ② substantiv. m οι αποχωρούντες those departing:
    • οι αποχωρούντες από την κυβέρνηση |
    • να χρησιμοποιείται η πείρα των αποχωρούντων σαν συμβουλευτική γνώμη (Louros) |
    • αν υστερεί σήμερα στους αποχωρούντες η τεχνική γνώση στην έκταση, που την διαθέτουν οι σημερινοί νέοι, υπάρχει όμως η πείρα (id.)

[prp of αποχωρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go