Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποχωμάτωση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχωμάτωση [apoxomátosi] η, (L)
  • clearing away of earth, earth removal (ant επιχωμάτωση L):
    • από τις κτιριακές εργασίες .. σημαντικότερες στάθηκαν οι τεράστιες αποχωματώσεις, ώστε να δημιουργηθούν χώροι για αποθήκες (Karouzou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποχωμάτωσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go