Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποχτυπώ,
- βλ. αποκτυπώ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχτυπώ [apoxtipό] 3sg αποχτυπά (& αποχτυπάει), aor αποχτύπησα (αποχτυπήσω), region.
- ① persistently remind of a favor done (to make the recipient feel obligated) (syn χτυπώ):
- μού δωσε δέκα δραχμές κι όλο μου τ' αποχτυπάει |
- όλο μου την αποχτυπά την καλοσύνη που μας έκανε |
- μου έκανε κι αυτός ένα καλό κι όλο μου το αποχτυπά |
- poem .. το βασιλιά .. | .. | ν' αποχτυπάει τις χάρες στο λαό .. (Kazantz Od 3.968)
- ② remind s.o. of sth unpleasant (syn χτυπώ):
- έν' από τα χαραχτηριστικά του ποιητή είναι και κάποιο δείλιασμα .. κάτι, που τον κάνει να λέει και να ξελέει, του το αποχτύπησαν και οι επικριτές του (Palam) |
- αν καμιά φορά φημισθεί ως ποιητής και η κυρία K. του αξιώσει να του κάμει κριτική, θα του το αποχτυπήσει ότι δεν πήγε στο μέτωπο (id., adapted) |
- δε θα πάψει να τους το αποχτυπά κάθε μέρα (Katsigra) |
- φοβούμαι πως θα μου το αποχτυπήσει σε πρώτη ευκαιρία (id.)
[fr postmed (Somavera), MG ← PatrG αποκτυπώ ← K]
- ① persistently remind of a favor done (to make the recipient feel obligated) (syn χτυπώ):



