Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχτενίδι [apoxtení∂i] το,
- ① usu pl αποχτενίδια τα, loose hair removed w. a comb, combings (syn αποχτένισμα, χτενίδια):
- στα κοντά θάμνα μέσα σερνόταν πυκνό, μπερδευτό σαν τ' αποχτενίδια δίχτυ (Terzakis) |
- folks. χτένισε τα μαλλάκια σου, δο μου τ' αποχτενίδια | να κάμω πέντε χαμαλιά και δέκα δαχτυλίδια
- ② short locks of wool remaining after carding, carding wool (syn απόμαλλο 1)
[fr MG αποκτενίδι, der of απόκτενον w. suff -ίδιν]
- ① usu pl αποχτενίδια τα, loose hair removed w. a comb, combings (syn αποχτένισμα, χτενίδια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχτενίδια τα [apoxteníδja] Ο44 : (οικ.) τρίχες που πέφτουν από τα μαλλιά, όταν χτενίζεται κάποιος.
[απο- χτέν(α) -ίδια, πληθ. του -ίδι]



